- μανδαρινισμός
- ο1. η νοοτροπία και πρακτική τού μανδαρίνου2. μτφ. αποκλειστική προσήλωση στην παράδοση και άγνοια τής ζωντανής πραγματικότητας3. η νοοτροπία λογοτεχνών και γενικά πνευματικών ανθρώπων οι οποίοι φυλάγουν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα τού κύρους και τής αυθεντίας και περιφρονούν τους νέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μανδαρίνος + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.